αγαλματολάτρης

αγαλματολάτρης
ο
λάτρης αγαλμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άγαλμα + λάτρης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αγαλματολατρία — η 1. η λατρεία των αγαλμάτων. 2. (Ψυχιατρ.) η ανάπτυξη ερωτικού συναισθήματος ορισμένων ψυχασθενών προς τα αγάλματα, κυρίως προς όσα παριστάνουν γυναικείες μορφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγαλματολάτρης, γι αυτό και ορθή η γραφή με ι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”